- ανεμουρδώνω
- 1. μετ. грязнить, пачкать;2. αμετ. грязниться, пичкаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεμουρδώνω — λερώνω, ρυπαίνω, μολύνω («δε μοιάζει ν’ ανεμουρδωθεί στο στόμα του έτοια βρώση», Ερωτόκριτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί αναμουρδώνω < ανα * + μουρδώνω «ρυπαίνω, βρομίζω»] … Dictionary of Greek
αναμουρδώνω — και αναμπουρδώνω και ανεμουρδώνω 1. γίνομαι θολός, θολώνω 2. ανακατεύω, συγχέω, μπερδεύω 3. μολύνω, ρυπαίνω 4. τιμωρώ ταπεινωτικά (από την παλαιότερη συνήθεια να ρυπαίνουν για διαπόμπευση το πρόσωπο αυτού που τιμωρείται) 5. καταλύω τη νηστεία… … Dictionary of Greek